εξαερωτήρας

εξαερωτήρας
εξαερωτήρας, ο και εξαερωτής, ο
το καρμπιρατέρ (λ. γαλλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαερωτής — ο βλ. εξαερωτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”